Ετυμολογία

επεξεργασία

ανεβατά < ανεβατός

  Επίρρημα

επεξεργασία

ανεβατά

  • μόνον για κέντημα, το κέντησαν ανεβατά, δηλ. με ανεβατό (είδος κεντήματος)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ανεβατά