αναταραγμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
αναταραγμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αναταραγμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αναταραγμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναταραγμένος