Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπυρώνω < (καθαρεύουσα) ἀναπυρώνω < αρχαία ελληνική ἀναπυρόω / ἀναπυρῶ

αναπυρώνω (παθητικό: αναπυρώνομαι)

  1. κάνω κάτι για να ανάψει ξανά μια φωτιά που είχε σβήσει ή για να ξαναγίνουν έντονες οι φλόγες της αν έχει μισοσβήσει
  2. ξαναφέρνω στην επιφάνεια κάτι που είχε ξεχαστεί, όχι αναγκαστικά δυσάρεστο
  3. ανακινώ ένα δυσάρεστο θέμα που κάποιοι θα ήθελαν πια να ξεχαστεί

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το ρήμα πλέον χρησιμοποιείται σπάνια, γιατί προτιμάται το αναζωπυρώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία