αναπυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπυρώνω < (καθαρεύουσα) ἀναπυρώνω < αρχαία ελληνική ἀναπυρόω / ἀναπυρῶ
Ρήμα
επεξεργασίααναπυρώνω (παθητικό: αναπυρώνομαι)
- κάνω κάτι για να ανάψει ξανά μια φωτιά που είχε σβήσει ή για να ξαναγίνουν έντονες οι φλόγες της αν έχει μισοσβήσει
- ξαναφέρνω στην επιφάνεια κάτι που είχε ξεχαστεί, όχι αναγκαστικά δυσάρεστο
- ανακινώ ένα δυσάρεστο θέμα που κάποιοι θα ήθελαν πια να ξεχαστεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- το ρήμα πλέον χρησιμοποιείται σπάνια, γιατί προτιμάται το αναζωπυρώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπυρώνω | αναπύρωνα | θα αναπυρώνω | να αναπυρώνω | αναπυρώνοντας | |
β' ενικ. | αναπυρώνεις | αναπύρωνες | θα αναπυρώνεις | να αναπυρώνεις | αναπύρωνε | |
γ' ενικ. | αναπυρώνει | αναπύρωνε | θα αναπυρώνει | να αναπυρώνει | ||
α' πληθ. | αναπυρώνουμε | αναπυρώναμε | θα αναπυρώνουμε | να αναπυρώνουμε | ||
β' πληθ. | αναπυρώνετε | αναπυρώνατε | θα αναπυρώνετε | να αναπυρώνετε | αναπυρώνετε | |
γ' πληθ. | αναπυρώνουν(ε) | αναπύρωναν αναπυρώναν(ε) |
θα αναπυρώνουν(ε) | να αναπυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπύρωσα | θα αναπυρώσω | να αναπυρώσω | αναπυρώσει | ||
β' ενικ. | αναπύρωσες | θα αναπυρώσεις | να αναπυρώσεις | αναπύρωσε | ||
γ' ενικ. | αναπύρωσε | θα αναπυρώσει | να αναπυρώσει | |||
α' πληθ. | αναπυρώσαμε | θα αναπυρώσουμε | να αναπυρώσουμε | |||
β' πληθ. | αναπυρώσατε | θα αναπυρώσετε | να αναπυρώσετε | αναπυρώστε | ||
γ' πληθ. | αναπύρωσαν αναπυρώσαν(ε) |
θα αναπυρώσουν(ε) | να αναπυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναπυρώσει | είχα αναπυρώσει | θα έχω αναπυρώσει | να έχω αναπυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναπυρώσει | είχες αναπυρώσει | θα έχεις αναπυρώσει | να έχεις αναπυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναπυρώσει | είχε αναπυρώσει | θα έχει αναπυρώσει | να έχει αναπυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπυρώσει | είχαμε αναπυρώσει | θα έχουμε αναπυρώσει | να έχουμε αναπυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναπυρώσει | είχατε αναπυρώσει | θα έχετε αναπυρώσει | να έχετε αναπυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπυρώσει | είχαν αναπυρώσει | θα έχουν αναπυρώσει | να έχουν αναπυρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπυρώνω
|