Ετυμολογία

επεξεργασία

αναμορφωτικά < αναμορφωτικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

αναμορφωτικά

  • σε ανομορφωτικό πλαίσιο, με στόχο την αναμόρφωση, την ριζική, ουσιαστική αλλαγή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αναμορφωτικά