Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναμηρυκάζω < ανα- + μηρυκάζω (πρβ. (ελληνιστική κοινήἀναμηρυκάομαι / ἀναμηρυκῶμαι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.mi.ɾiˈka.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐μη‐ρυ‐κά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

αναμηρυκάζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Σημείωση: Στην παθητική φωνή είναι εύχρηστο μόνο το γ΄πρόσωπο.

  Μεταφράσεις επεξεργασία