αναμηρυκάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναμηρυκάζω < ανα- + μηρυκάζω (πρβ. (ελληνιστική κοινή) ἀναμηρυκάομαι / ἀναμηρυκῶμαι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.mi.ɾiˈka.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐μη‐ρυ‐κά‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
αναμηρυκάζω
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) μηρυκάζω ξανά και ξανά
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναμηρυκάζω | αναμηρύκαζα | θα αναμηρυκάζω | να αναμηρυκάζω | αναμηρυκάζοντας | |
β' ενικ. | αναμηρυκάζεις | αναμηρύκαζες | θα αναμηρυκάζεις | να αναμηρυκάζεις | αναμηρύκαζε | |
γ' ενικ. | αναμηρυκάζει | αναμηρύκαζε | θα αναμηρυκάζει | να αναμηρυκάζει | ||
α' πληθ. | αναμηρυκάζουμε | αναμηρυκάζαμε | θα αναμηρυκάζουμε | να αναμηρυκάζουμε | ||
β' πληθ. | αναμηρυκάζετε | αναμηρυκάζατε | θα αναμηρυκάζετε | να αναμηρυκάζετε | αναμηρυκάζετε | |
γ' πληθ. | αναμηρυκάζουν(ε) | αναμηρύκαζαν αναμηρυκάζαν(ε) |
θα αναμηρυκάζουν(ε) | να αναμηρυκάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναμηρύκασα | θα αναμηρυκάσω | να αναμηρυκάσω | αναμηρυκάσει | ||
β' ενικ. | αναμηρύκασες | θα αναμηρυκάσεις | να αναμηρυκάσεις | αναμηρύκασε | ||
γ' ενικ. | αναμηρύκασε | θα αναμηρυκάσει | να αναμηρυκάσει | |||
α' πληθ. | αναμηρυκάσαμε | θα αναμηρυκάσουμε | να αναμηρυκάσουμε | |||
β' πληθ. | αναμηρυκάσατε | θα αναμηρυκάσετε | να αναμηρυκάσετε | αναμηρυκάστε | ||
γ' πληθ. | αναμηρύκασαν αναμηρυκάσαν(ε) |
θα αναμηρυκάσουν(ε) | να αναμηρυκάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναμηρυκάσει | είχα αναμηρυκάσει | θα έχω αναμηρυκάσει | να έχω αναμηρυκάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναμηρυκάσει | είχες αναμηρυκάσει | θα έχεις αναμηρυκάσει | να έχεις αναμηρυκάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναμηρυκάσει | είχε αναμηρυκάσει | θα έχει αναμηρυκάσει | να έχει αναμηρυκάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναμηρυκάσει | είχαμε αναμηρυκάσει | θα έχουμε αναμηρυκάσει | να έχουμε αναμηρυκάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναμηρυκάσει | είχατε αναμηρυκάσει | θα έχετε αναμηρυκάσει | να έχετε αναμηρυκάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναμηρυκάσει | είχαν αναμηρυκάσει | θα έχουν αναμηρυκάσει | να έχουν αναμηρυκάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναμηρυκάζομαι | αναμηρυκαζόμουν(α) | θα αναμηρυκάζομαι | να αναμηρυκάζομαι | ||
β' ενικ. | αναμηρυκάζεσαι | αναμηρυκαζόσουν(α) | θα αναμηρυκάζεσαι | να αναμηρυκάζεσαι | (αναμηρυκάζου) | |
γ' ενικ. | αναμηρυκάζεται | αναμηρυκαζόταν(ε) | θα αναμηρυκάζεται | να αναμηρυκάζεται | ||
α' πληθ. | αναμηρυκαζόμαστε | αναμηρυκαζόμαστε αναμηρυκαζόμασταν |
θα αναμηρυκαζόμαστε | να αναμηρυκαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αναμηρυκάζεστε | αναμηρυκαζόσαστε αναμηρυκαζόσασταν |
θα αναμηρυκάζεστε | να αναμηρυκάζεστε | (αναμηρυκάζεστε) | |
γ' πληθ. | αναμηρυκάζονται | αναμηρυκάζονταν αναμηρυκαζόντουσαν |
θα αναμηρυκάζονται | να αναμηρυκάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναμηρυκάστηκα | θα αναμηρυκαστώ | να αναμηρυκαστώ | αναμηρυκαστεί | ||
β' ενικ. | αναμηρυκάστηκες | θα αναμηρυκαστείς | να αναμηρυκαστείς | αναμηρυκάσου | ||
γ' ενικ. | αναμηρυκάστηκε | θα αναμηρυκαστεί | να αναμηρυκαστεί | |||
α' πληθ. | αναμηρυκαστήκαμε | θα αναμηρυκαστούμε | να αναμηρυκαστούμε | |||
β' πληθ. | αναμηρυκαστήκατε | θα αναμηρυκαστείτε | να αναμηρυκαστείτε | αναμηρυκαστείτε | ||
γ' πληθ. | αναμηρυκάστηκαν αναμηρυκαστήκαν(ε) |
θα αναμηρυκαστούν(ε) | να αναμηρυκαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναμηρυκαστεί | είχα αναμηρυκαστεί | θα έχω αναμηρυκαστεί | να έχω αναμηρυκαστεί | αναμηρυκασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναμηρυκαστεί | είχες αναμηρυκαστεί | θα έχεις αναμηρυκαστεί | να έχεις αναμηρυκαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναμηρυκαστεί | είχε αναμηρυκαστεί | θα έχει αναμηρυκαστεί | να έχει αναμηρυκαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναμηρυκαστεί | είχαμε αναμηρυκαστεί | θα έχουμε αναμηρυκαστεί | να έχουμε αναμηρυκαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναμηρυκαστεί | είχατε αναμηρυκαστεί | θα έχετε αναμηρυκαστεί | να έχετε αναμηρυκαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναμηρυκαστεί | είχαν αναμηρυκαστεί | θα έχουν αναμηρυκαστεί | να έχουν αναμηρυκαστεί |
Σημείωση: Στην παθητική φωνή είναι εύχρηστο μόνο το γ΄πρόσωπο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναμηρυκάζω
|