Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναλάμπων < αναλάμπω

  Επίθετο επεξεργασία

αναλάμπων, -ουσα, -ον

  1. που λάμπει περιοδικά, σαν να αναβοσβήνει
    αναλάμπων φανός (του φάρου)
  2. που ξαναλάμπει, ξαναβρίσκει τη ζωηράδα του

  Μεταφράσεις επεξεργασία