αναλάμπων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναλάμπων < αναλάμπω
Επίθετο
επεξεργασίααναλάμπων, -ουσα, -ον
- που λάμπει περιοδικά, σαν να αναβοσβήνει
- αναλάμπων φανός (του φάρου)
- που ξαναλάμπει, ξαναβρίσκει τη ζωηράδα του
αναλάμπων, -ουσα, -ον