Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακομίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀνακομίζω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀνακομίζω < ἀνά + κομίζω

ανακομίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία