αναβατό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αναβατό
ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο> αναβατός> ανά και βαίνω
εκείνο που ανεβαίνει, ειδικότερα στη παραδοσιακή παρασκευή των προϊόντων της τυροκομίας
- τυροκ. ειδικό είδος ξινοτυριού που παρασκευάζεται στα Γρεβενά.
Αντώνυμα επεξεργασία
- ανάβατο, για το ψωμί: «εκείνο που δεν ανέβηκε, που δεν φούσκωσε», λειπανάβατο