Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αναβατό

ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο> αναβατός> ανά και βαίνω

εκείνο που ανεβαίνει, ειδικότερα στη παραδοσιακή παρασκευή των προϊόντων της τυροκομίας

Αντώνυμα επεξεργασία