αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mutually assured destruction < mutually (αμοιβαία) + assured (εξασφαλισμένος) + destruction (καταστροφή)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία