αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mutually assured destruction < mutually (αμοιβαία) + assured (εξασφαλισμένος) + destruction (καταστροφή)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία