Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμισθί < ἀμισθί < ἄμισθος + παραγωγικό πρόσφυμα -ι

  Επίρρημα επεξεργασία

αμισθί (τροπικό)


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία