• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλυσώνω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλυσώνω < μεσαιωνική ελληνική αλυσώνω < ἅλυσος + -ώνω

Ρήμα

επεξεργασία

αλυσώνω

  • (λογοτεχνικό) δένω με αλυσίδα

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • αλυσοδένω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αλυσώνω
  • → δείτε τη λέξη αλυσοδένω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλυσώνω&oldid=5234360"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Σεπτεμβρίου 2021, στις 13:15

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Σεπτεμβρίου 2021, στις 13:15.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας