αλυσώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αλυσώνω < μεσαιωνική ελληνική αλυσώνω < ἅλυσος + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασία
αλυσώνω
- (λογοτεχνικό) δένω με αλυσίδα
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλυσώνω
|