Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

αλυσοδένομαι, π.αόρ.: αλυσοδέθηκα, μτχ.π.π.: αλυσοδεμένος, (ενεργ.: αλυσοδένω)