αλμυρόπικρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααλμυρόπικρων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αλμυρόπικρος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αλμυρόπικρος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλμυρόπικρος