αλλόθρησκων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααλλόθρησκων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αλλόθρησκος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αλλόθρησκος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλλόθρησκος
αλλόθρησκων