ακτινοβολούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kti.no.voˈlu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτι‐νο‐βο‐λού‐μαι
- ομόηχο: ακτινοβολούμε
Ρήμα
επεξεργασίαακτινοβολούμαι, π.αόρ.: ακτινοβολήθηκα, μτχ.π.π.: ακτινοβολημένος, (ενεργ.: ακτινοβολώ)
- παθητική φωνή του ρήματος ακτινοβολώ