Ετυμολογία

επεξεργασία
ακμιμική ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ακμιμικός < Αχμίμ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακμιμική θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία