Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακμιμική
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακμιμική
ουσιαστικοποιημένο
θηλυκό
του
επιθέτου
ακμιμικός
<
Αχμίμ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακμιμική
θηλυκό
(
γλώσσα
) η αρχαιότερη
κοπτική
διάλεκτος την οποία μιλούσαν στην αιγυπτιακή πόλη
Αχμίμ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακμιμική
αγγλικά
:
Akhmimic
(en)