αιωρούμενων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααιωρούμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αιωρούμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αιωρούμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αιωρούμενος
αιωρούμενων