αισχυντηλά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
αισχυντηλά < αισχυντηλός
Επίρρημα επεξεργασία
αισχυντηλά
- με ντροπαλό τρόπο
- που προκαλεί ντροπή
Μεταφράσεις επεξεργασία
αισχυντηλά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αισχυντηλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αισχυντηλό