Ετυμολογία

επεξεργασία

αισχυντηλά < αισχυντηλός

  Επίρρημα

επεξεργασία

αισχυντηλά

  1. με ντροπαλό τρόπο
  2. που προκαλεί ντροπή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αισχυντηλά