Ετυμολογία

επεξεργασία
αισχροκερδώ < αρχαία ελληνική αἰσχροκερδέω, -ῶ < αἰσχρός + κέρδος

αισχροκερδώ, πρτ.: αισχροκερδούσα, στ.μέλλ.: θα αισχροκερδήσω, αόρ.: αισχροκέρδησα

  • επιδιώκω να αποκτήσω οικονομικό όφελος από εμπορικές συναλλαγές με τρόπο ανέντιμο, π.χ. τιμολογώντας υπερβολικά υψηλά τα προϊόντα που πουλάω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία