αισθησιαρχικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αισθησιαρχικά < αισθησιαρχικός
Επίρρημα
επεξεργασίααισθησιαρχικά
- με αισθησιαρχικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αισθησιαρχικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααισθησιαρχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αισθησιαρχικό