αδέσμευτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδέσμευτα < αδέσμευτος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίααδέσμευτα
- χωρίς ύπαρξη δεσμεύσεων και εξαρτήσεων
- ※ σας ενημερώνουμε υπεύθυνα, αντικειμενικά και αδέσμευτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδέσμευτα