αδάκρυτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδάκρυτα < αδάκρυτος
Επίρρημα επεξεργασία
αδάκρυτα
- χωρίς να δακρύσει (κανείς)
- χωρίς λύπη, συγκίνηση
- (κατ’ επέκταση) άπονα, ασυγκίνητα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδάκρυτα
|