Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδάκρυτα < αδάκρυτος

  Επίρρημα επεξεργασία

αδάκρυτα

  1. χωρίς να δακρύσει (κανείς)
  2. χωρίς λύπη, συγκίνηση
  3. (κατ’ επέκταση) άπονα, ασυγκίνητα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία