αγόγγυστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγόγγυστα < αγόγγυστ(ος) + -α
Επίρρημα
επεξεργασία
αγόγγυστα
- χωρίς γογγυσμούς, παράπονα και διαμαρτυρίες, χωρίς κριτική αμφισβήτηση, υπομονετικά (για κάτι που συνήθως όταν πρέπει να γίνει αναμένονται αντιδράσεις επειδή είναι π.χ. κουραστικό)
- ⮡ Ο σημερινός πολίτης εκτελεί αγόγγυστα τις αποφάσεις των κυβερνητών.
- ⮡ Ένας νομοταγής πολίτης υπακούει αγόγγυστα και αυτόβουλα στην εκάστοτε νομοθεσία.
- ≈ συνώνυμα: αδιαμαρτύρητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγόγγυστα
|