Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγχωμένα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγχωμένα
<
αγχωμένος
<
αγχώνομαι
<
αγχώνω
Επίρρημα
επεξεργασία
αγχωμένα
για ενέργεια που γίνεται από κάποιον που
νιώθει
ο
ίδιος
άγχος
ήρθε
αγχωμένα
και μου είπε ότι ...
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγχωμένα