Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγχωμένα < αγχωμένος < αγχώνομαι < αγχώνω

  Επίρρημα επεξεργασία

αγχωμένα

  1. για ενέργεια που γίνεται από κάποιον που νιώθει ο ίδιος άγχος
    ήρθε αγχωμένα και μου είπε ότι ...

  Μεταφράσεις επεξεργασία