αγριόφωνων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αγριόφωνων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αγριόφωνος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αγριόφωνος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αγριόφωνος
αγριόφωνων