αγκυλωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααγκυλωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αγκυλωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αγκυλωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αγκυλωμένος
αγκυλωμένων