αγγελοκρούουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.loˈkɾu.u.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λο‐κρού‐ου‐με
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αγγελοκρούουμε
- πρώτο πρόσωπο ενικού της οριστικής ενεστώτα του ρήματος αγγελοκρούω
Άλλες μορφές επεξεργασία
- αγγελοκρούομε (λόγιο)