αβασκαίνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vaˈsce.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐σκαί‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αβασκαίνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αβασκαίνω, άλλη μορφή του βασκαίνομαι
αβασκαίνομαι