ήσσων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ήσσων < αρχαία ελληνική ἥσσων
Προφορά
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαήσσων, -ων, -ον και ήττων, -ων, -ον
- μικρότερος, λιγότερο σημαντικός, υποδεέστερος
- είναι άνθρωπος της ήσσονος προσπαθείας
- ένα ζήτημα ήσσονος σημασίας, ένα ήσσον ζήτημα