έρποντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαέρποντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος έρπω
- ⮡ οι ΛΟΚατζήδες μπορούν να κινηθούν ταχύτατα ακόμα και έρποντας.
- ⮡ Πήρε τελικά το βαθμό, αλλά το κατάφερε έρποντας στα γραφεία των παραγόντων.