Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ένας σκασμός λεφτά < → δείτε τις λέξεις ένας, σκασμός και λεφτά στην αιτιατική πληθυντικού (από λεφτά)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈenas skaˈzmos leˈfra/

  Έκφραση επεξεργασία

ένας σκασμός λεφτά

  Μεταφράσεις επεξεργασία