έκιοσε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έκιοσε < αρχαία ελληνική κείω - κεάζω - εκέασα = συντρίβω, κατακερματίζω , αποχωρίζω, διαχωρίζω. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
έκιοσε αρσενικό
- (ιδιωματικό) πέθανε [1] σελ.368.
- ↪ στην έκφραση: τον έκιοσε η δουλειά (τον έφαγε η δουλειά)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7.