Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
έδεσαν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
έδεσαν
γ΄
πρόσωπο
πληθυντικού
οριστικής
αορίστου
του ρήματος
δένω
Ταυτόσημο
επεξεργασία
δέσαν
δέσανε