άνω κοίλη φλέβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαάνω κοίλη φλέβα θηλυκό
- (ανατομία) η μεγάλη φλέβα που επιστρέφει αίμα από το κεφάλι, το λαιμό, τον θώρακα και τα δύο άνω άκρα στο δεξιό κόλπο της καρδιάς
Συναφείς όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άνω κοίλη φλέβα