Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άνω κοίλη φλέβα < άνω + κοίλη + φλέβα

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

άνω κοίλη φλέβα θηλυκό

Συναφείς όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία