Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Η λέξη προέρχεται από το αραβικό άρθρο "αλ" και το φυτό "κάλι", από το οποίο εξάχθηκαν για πρώτη φορά αλκαλικές ουσίες. Παλιότερα η λέξη ήταν συνώνυμο με το σημερινό όρο βάση.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άλκαλι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία