• ον, απευθείας κλήση του module, el-nouns-decl
  • πυρ, απευθείας κλήση του module
  • τσοπάνης, χρησιμοποιεί ακόμη το παλιό λόγω διπλού πληθυντικού, τσοπαν-αρ-αίοι
  • αεριόφως (με το χέρι)

αφροστεφανώνω φακιολίζω μαγαρίζω μακαρίζω αβγατίζω μαλακίζομαι μαλακώνω αβδελλιάζω μαλλιάζω μανίζω μανιάζω αγαλλιάζω αγγελοκρούομαι αγκαλιάζομαι αγκαλιάζω αγκυλώνω αγκωνιάζω αγλαΐζω αγνίζω αγοράζομαι αγοράζω αγυρντίζω αγωνίζομαι αγωνιώ αδυνατίζω αερίζομαι αερίζω αηδιάζω αθεΐζω αθροίζω αιφνιδιάζομαι αιφνιδιάζω αιχμαλωτίζομαι αιχμαλωτίζω νυμφοστολίζω καραφλιάζω μπανίζω βαβίζω γαβγίζω κακαρίζω πλατσουρίζω μαντρίζω μαραγκιάζω μαραζιάζω μαραζώνω μαργώνω μασουλίζω μασουρίζω μαστίζω ματίζω ακκίζομαι ακμάζω ακονίζομαι ακονίζω ακοντίζω ακροάζομαι ακροβολίζομαι ακρωτηριάζω αλαλιάζω αλατίζω αλαφιάζομαι αλαφιάζω αλετρίζω αλληθωρίζω αλμυρίζω αλυσοδένω αλφαδιάζω αλωνίζω αναβαθμίζομαι αναβαθμίζω αναβαπτίζω αναβιβάζω αναβοσβήνω αναγαλλιάζω αναγκάζομαι αναγκάζω αναγνωρίζομαι αναγνωρίζω αναγουλιάζω αναγραμματίζω αναδιπλασιάζω αναθεματίζω