Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χοβίκ < άμεσο δάνειο από την αρμενική Հովիկ (Hovik)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χοβίκ αρσενικό, άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία