Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χήνυ < μεταγραφή για την αγγλική Heaney

  Μεταγραφή επεξεργασία

Χήνυ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο