Φτωχοπούλλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Φτωχοπούλλου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Φτωχόπουλλος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦτωχοπούλλου θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΦτωχοπούλλου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Φτωχόπουλλος
- άλλη μορφή: Φτωχόπουλλου