Φλέμινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Φλέμινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική Fleming < Fleming (που κατάγεται από τη Φλάνδρα) < … < απώτατης προέλευσης από την πρωτογερμανική [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfle.miŋ/ προσέγγιση αγγλικής προφοράς, /ˈfle.miŋɡ/ με ανάγνωση του γκ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φλέ‐μινγκ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦλέμινγκ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Φλέμινγκ στη Βικιπαίδεια (πρόσωπα με τη λέξη και ως επώνυμο αλλά και ως όνομα)