ΥΠΕΞ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ΥΠΕΞ < ΥΠουργείο ΕΞωτερικών (υποθέσεων)
- ΥΠΕΞ < ΥΠουργός ΕΞωτερικών
Συντομομορφή επεξεργασία
ΥΠΕΞ άκλιτο ουδέτερο ακρωνύμιο
Συντομομορφή επεξεργασία
ΥΠΕΞ άκλιτο αρσενικό ακρωνύμιο
- ο υπουργός εξωτερικών