Τραϊφόρου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τραϊφόρου < γενική ενικού του αρσενικού Τραϊφόρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾaiˈfo.ɾu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τραϊ‐φό‐ρου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤραϊφόρου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΤραϊφόρου αρσενικό