Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τιπούκειτος < Από τη φράση τι - πού κείται (τι και πού βρίσκεται)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Τιπούκειτος αρσενικό

  • νομικό έργο της μέσης βυζαντινής περιόδου που αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το ευρετήριο για τη συλλογή νόμων "Βασιλικά", που εκδόθηκαν επί βασιλείας του Λέοντος ΣΤ΄

  Μεταφράσεις επεξεργασία