Ετυμολογία

επεξεργασία
Στέντωρ < στένω (βρυχώμαι, κραυγάζω, αλλά και θρηνώ, στενάζω)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Στέντωρ αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία