Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Στέντωρ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Κύριο όνομα
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Στέντωρ
<
στένω
(βρυχώμαι,
κραυγάζω
, αλλά και
θρηνώ
,
στενάζω
)
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Στέντωρ
αρσενικό
ομηρικός
ήρωας ονομαστός για την δυνατή
φωνή
του
Συγγενικά
επεξεργασία
στένω
στεντόρειος
,α,ον
στενάζω