Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σπάιβυ < μεταγραφή για την αγγλική Spivey, ή Spivy

  Μεταγραφή επεξεργασία

Σπάιβυ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο