Σουμελά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σουμελά < ποντιακά σου (στου) + Μελά (το όρος Μελάς): η Παναγία (Παναΐα) Σουμελά, μοναστήρι στην Τραπεζούντα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣουμελά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Σουμελά
|