Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σντερότ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή שדרות

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σντερότ θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία