Σκλαβούνου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σκλαβούνου < γενική ενικού του αρσενικού Σκλαβούνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sklaˈvu.nu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκλα‐βού‐νου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκλαβούνου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Σκλαβούνος
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΣκλαβούνου αρσενικό
- γενική ενικού του Σκλαβούνος