Σιμωνιάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σιμωνιάν : αρμενική ς προέλευσης, άλλη μορφή του Σιμονιάν, με ορθογραφική επίδραση από το Σίμων
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣιμωνιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Σιμωνιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο