Σαντοριναίου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σαντοριναίου < γενική ενικού του αρσενικού Σαντοριναίος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /san.do.ɾiˈne.u/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐ντο‐ρι‐ναί‐ου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣαντοριναίου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΣαντοριναίου αρσενικό
- γενική ενικού του Σαντοριναίος